- βουκέφαλος
- βουκέφαλοςbull-headedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουκέφαλος — ο (Α βουκέφαλος) νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας αρχ. 1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι 2. ως ουσ. το βουκέφαλον* … Dictionary of Greek
βουκέφαλον — βουκέφαλος bull headed masc/fem acc sg βουκέφαλος bull headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλοις — βουκέφαλος bull headed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλου — βουκέφαλος bull headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλους — βουκέφαλος bull headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλων — βουκέφαλος bull headed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκεφάλῳ — βουκέφαλος bull headed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκέφαλα — βουκέφαλος bull headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκέφαλε — βουκέφαλος bull headed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκέφαλοι — βουκέφαλος bull headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)